- μυρμηγκιάζω
- μυρμήγκιασα, μυρμηγκιασμένος1. γεμίζω από μυρμήγκια.2. νιώθω φαγούρα, μουδιάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μυρμηγκιάζω — και μερμηγκιάζω [μυρμήγκι] 1. γεμίζω από μυρμήγκια 2. είμαι ή γίνομαι πολύς, αυξάνομαι σε αριθμό, όπως τα μυρμήγκια («όλη μαύρη μυρμηγκιάζει, / μαύρη η εντάφια συντροφιά», Σολωμ.) 3. αισθάνομαι κνησμό, φαγούρα. 4. μουδιάζω … Dictionary of Greek
αιμωδιώ — ( άω) (Α αἱμωδιῶ) νεοελλ. αισθάνομαι παροδική νάρκη σε κάποιο μέλος τού σώματός μου, μουδιάζω, μυρμηγκιάζω αρχ. 1. μουδιάζει το στόμα μου, ιδίως τα ούλα, από ερεθισμό που προξένησε η λήψη ξινής τροφής 2. τρέχουν τα σάλια μου 3. κάνω τα δόντια να… … Dictionary of Greek
μερμηγκιάζω — βλ. μυρμηγκιάζω … Dictionary of Greek
μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… … Dictionary of Greek
μυρμήγκιασμα — και μερμήγκιασμα, το [μυρμηγκιάζω] 1. κνησμός, φαγούρα 2. μούδιασμα … Dictionary of Greek
μυρμηκιασμός — μυρμηκιασμός, ὁ (Α) έκφυση σαρκωδών εκβλαστήσεων στο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *μυρμηκιάζω (πρβλ. νεοελλ. μυρμηγκιάζω)] … Dictionary of Greek
μυρμηκιώ — (Α μυρμηκιῶ, άω) πάσχω από τη δερματική πάθηση μυρμηκία, αισθάνομαι μυρμηκίαση, μυρμηγκιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρκηκία «δερματική πάθηση» + κατάλ. ιάω, δηλωτική πάθησης (πρβλ. λαρυγγ ιάω)] … Dictionary of Greek
μυρμηδίζω — μυρμήδισα, νιώθω τσιμπήματα ή φαγούρα, μυρμηγκιάζω: Μυρμηδίζουν τα χέρια μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)